-
1 εγγύηση
[-νς (-εως)] η1) гарантия, ручательство; поручительство; порука;με εγγύηση — с гарантией;
επισκευή με εγγύηση — гарантийный ремонт;
αμοιβαία ( — или αλληλέγγυος) εγγύηση — круговая порука;
δίνω εγγύηση — поручиться;
αναλαμβάνω με εγγύηση μου — брать на поруки;
2) прям., перен. залог;εγγύηση φιλίας — залог дружбы;
εγγύηση της επιτυχίας — залог успеха;
καταβάλλω εγγύηση — вносить залог;
απολύω επί χρηματική εγγυήσει отпускать, освобождать под денежный залог;σαν εγγύηση — в залог чего-л.